βαριακούω

βαριακούω
αμετ. плохо слышать, быть тугим на ухо

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βαριακούω" в других словарях:

  • βαριακούω — βλ. πίν. 83 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βαριακούω — ουσα, η κατάσταση του να είναι κανείς βαρήκοος: Φώναζε όταν μου μιλάς γιατί βαριακούω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • βαριακούω — ακούω με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …   Dictionary of Greek

  • βαρυηκοώ — βαρυηκοῶ ( έω) (Α) [βαρυήκοος] βαριακούω, ακούω με δυσκολία …   Dictionary of Greek

  • δηθύνω — (Α) [δηθά] 1. χρονοτριβώ, καθυστερώ 2. (για ασθένειες) παρατείνομαι 3. «οὔασι δηθύνω» βαριακούω …   Dictionary of Greek

  • δυσκωφώ — δυσκωφῶ ( έω) (AM) βαριακούω …   Dictionary of Greek

  • κακογροικώ — και άω (Μ κακογροικῶ, έω) νεοελλ. 1. δεν ακούω καλά, βαριακούω 2. ακούω πολλές κατηγορίες για τον εαυτό μου μσν. μέσ. κακογροικοῡμαι, έομαι δύσκολα κατανοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * (< επίρρ. κακά) + γροικῶ] …   Dictionary of Greek

  • κουφίζω — (I) [κουφός] είμαι λίγο κουφός, βαριακούω. (II) κουφίζω (AM) [κουφός (Ι)] 1. σηκώνω ψηλά, ανυψώνω, εγείρω (α. «ἀσπίδ ἀμφὶ βραχίονι κουφίζων», Ευρ. β. «ἥ τε τοῡ πτεροῡ φύσις, ᾧ ψυχή κουφίζεται», Πλάτ.) 2. παρέχω ανακούφιση, ξελαφρώνω, ελαφρύνω,… …   Dictionary of Greek

  • κουφαίνω — (Μ κουφαίνω) [κουφός] κάνω κάποιον κουφό νεοελλ. 1. (αμτβ.) είμαι λίγο κουφός, βαριακούω 2. φρ. «μάς κούφανες» είπες κάτι παράδοξο και προκάλεσες μεγάλη εντύπωση …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»